αυτορρυτος

αυτορρυτος
    αὐτόρρυτος
    αὐτό-ρρῠτος
    Pind. αὐτόρῠτος 2
    привольно или сам собой текущий
    

(ὕδωρ Anth.; χρυσός Pind.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αυτορρυτος" в других словарях:

  • αυτόρρυτος — αὐτόρρυτος, ον (Α) αυτός που ρέει από μόνος του ή που έχει δική του ροή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο + ρυτός < ρέω] …   Dictionary of Greek

  • αὐτόρρυτον — αὐτόρρυτος self flowing masc/fem acc sg αὐτόρρυτος self flowing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτορρύτου — αὐτόρρυτος self flowing masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτορρύτων — αὐτόρρυτος self flowing masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτορρύτῳ — αὐτόρρυτος self flowing masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτορύτου — αὐτόρρυτος self flowing masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτορύτους — αὐτόρρυτος self flowing masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτόρρυτοι — αὐτόρρυτος self flowing masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ԻՆՔՆԱԲՈՒՂԽ — ( ) NBH 1 0856 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 12c ա. ԻՆՔՆԱԲՈՒԽ կամ ԻՆՔՆԱԲՈՒՂԽ. ինքնին բղխեալ. ʼի բնէ հոսեալ. որպէս յն. αὑτόρρυτος per se vel sponte profluens ինքիրմէ վազօղ. ... *Ինքնաբուխ ամենեցուն եւ բաւական առ պէտսն… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»